- ἐγκαταφλέξομεν
- ἐν-καταφλέγωburn upaor subj act 1st pl (epic)ἐν-καταφλέγωburn upfut ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκαταφλέγω — ἐγκαταφλέγω (Μ) κατακαίω κάτι μέσα σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῑς βόθροις») … Dictionary of Greek